Κίνδυνοι μετά την κρίση

Α. Λαγγούσης, Κίνδυνοι μετά την κρίση, ΑΞΙΑ, 9 May 2009.

[doc_id=1032]

[Ελληνικά]

Η νωπή ακόμα στις μνήμες μας κρίση δεν ήταν παρά το κερασάκι στην τούρτα μίας παγκόσμιας οικονομίας που μεγεθύνεται χωρίς αντίκρισμα. Κανείς όμως δεν φαίνεται να κάνει λόγο για την αναμενόμενη κατάληξη ενός συστήματος που αποτελείται από ένα περιορισμένο απόθεμα φυσικών και ενεργειακών πόρων, μία συνεχώς μεγεθυνόμενη παραγωγή, μία κοινωνία που δύναται να καταναλώνει ακόρεστα, και ένα χρηματοπιστωτικό σύστημα που δανείζει ταυτόχρονα και τα δύο άκρα του νήματος με στόχο την κερδοφορία από τους τόκους. Σε αντίθεση με το ελληνικό νοικοκυριό, οι τράπεζες κρίνονται απεριόριστα φερέγγυες και δικαιούνται να παρέχουν πιστώσεις υψηλού ρίσκου χωρίς κάποιο ουσιαστικό έλεγχο. Σε έναν τέτοιο τραπεζικό παράδεισο οι επιχειρήσεις δανείζονται υποσχόμενες μεγιστοποίηση των κερδών υπό καθεστώς ελαχιστοποιήσεως του κόστους και εντατικοποιήσεως της παραγωγής, και ο πολίτης δανείζεται με την υποχρέωση να εργαστεί ακόμα περισσότερο για να επιστρέψει πρώτα τους τόκους και έπειτα το κεφάλαιο. Το πρόβλημα είναι ότι, με τους περιβαλλοντικούς και εργασιακούς νόμους του ανεπτυγμένου κόσμου και με τους τρέχοντες ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης, οι υποχρεώσεις τόσο των επιχειρήσεων όσο και του πολίτη δύσκολα ικανοποιούνται. Απόδειξη ότι δουλεύουμε 12 ώρες την ημέρα, τα έσοδα του ελληνικού νοικοκυριού μετα βίας καλύπτουν το κόστος διαβίωσης, και οι επιχειρήσεις μεταναστεύουν σε χώρες όπου η ανέχεια και το ξεπούλημα του περιβάλλοντος μειώνουν το κόστος παραγωγής στο ελάχιστο. Με τους τόκους απλήρωτους, τα έσοδα των χρηματοπιστωτικών οργανισμών μειώνονται, η φερεγγυότητα των τραπεζικών κολοσσών κλονίζεται, και με λίγη βοήθεια η οικονομική αμφισβήτηση μεγεθύνεται σε κοινωνικο-οικονομικό αδιέξοδο. Η προτεινόμενη λύση σε Ευρώπη και Αμερική είναι ο κρατικός παρεμβατισμός με στόχο την στήριξη των χρηματοπιστωτικών κέντρων. Εν ολίγοις, το κράτος χρηματοδοτεί το τραπεζικό σύστημα με σκοπό την εξασφάλιση ευνοϊκότερων όρων δανεισμού τόσο του καταναλωτή όσο και των επιχειρήσεων. Με αυτόν τον τρόπο οι ρυθμοί παραγωγής και κατανάλωσης εντατικοποιούνται, οι χρηματορροές επιταχύνονται και δίνεται μία νέα ευκαιρία στην οικονομία να ορθοποδήσει. Όλα αυτά υπό την προϋπόθεση ότι η κρίση ήταν αποτέλεσμα λανθασμένων οικονομικών χειρισμών και όχι απόρροια της αδυναμίας του συστήματος να ανταποκριθεί στους υπερεντατικούς ρυθμούς παραγωγής και ανάπτυξης. Είναι όμως μία τέτοια θεώρηση αρκετά ρεαλιστική; Αποφυγή μίας νέας οικονομικής κρίσης στο βραχυπρόθεσμο μέλλον προϋποθέτει ότι τα παραγωγικά κέντρα και ο καταναλωτής δύνανται να αντεπεξέλθουν στις υποχρεώσεις αποπληρωμής των τοκοχρεολυσίων της προτεινόμενης οικονομικής ανάνηψης. Η παρελθούσα κρίση και ο φόβος μίας οικονομίας που καταρρέει δίνουν το έναυσμα για την είσοδο μας σε μία νέα εποχή υπερεντατικής εκμετάλλευσης του ατόμου και του περιβάλλοντος. Κύριοι στόχοι είναι η μειωμένου κόστους παραγωγή και η επιτάχυνση των χρηματορροών με σκοπό την γρήγορη έξοδο από το οικονομικό αδιέξοδο και την είσοδο σε έναν καταναλωτικό παράδεισο. Ξεχνάμε βέβαια να αναλογιστούμε την έκταση των κοινωνικών και περιβαλλοντικών προβλημάτων που διαφαίνονται στον ορίζοντα. Η ανέχεια και οι διαμαρτυρίες των πολιτών για την υφιστάμενη κοινωνικο-οικονομική κρίση ξεκίνησαν να παίρνουν την μορφή τρομοκρατικών επιθέσεων που κλονίζουν την ασφάλεια των πολιτιστικών κέντρων. Το ανερχόμενο ποσοστό ανεργίας σε ολόκληρο τον κόσμο σύντομα θα αναγκάσει το άτομο να εργάζεται ακατάπαυστα χωρίς κοινωνικές παροχές με την υποχρέωση της ιδιωτικής ασφάλισης. Χωρίς χρήματα, κοινωνική μέριμνα και υπό την επίρροια του φόβου μίας νέας κρίσης, το άτομο αποπροσανατολίζεται, χάνει τις αντιστάσεις του και τελικά αλλοτριώνεται, την ίδια στιγμή που οι κοινωνικές δομές αμβλύνονται και η πνευματική κληρονομιά ξεθωριάζει. Στο καλοσκηνοθετημένο αυτό σενάριο πολυμέτωπης επίθεσης ο άνθρωπος χάνει την καταγωγή και τον προορισμό του, αφομοιώνεται από το σύστημα και ο έλεγχος περνά σταδιακά από τα χέρια του πολίτη στα χέρια του σκηνοθέτη χωρίς πολλές ερωτήσεις και αντιδράσεις. Δεδομένου ότι οι υδατικοί πόροι, ο καθαρός αέρας, η χλωρίδα και η πανίδα δεν τιμολογούνται, το περιβάλλον χρησιμοποιείται ως ελεύθερη μεταβλητή σε μία βελτιστοποίηση ελαχιστοποίησης του κόστους. Για παράδειγμα, αγοράζουμε φθηνά προϊόντα χαμηλής ποιότητας τα οποία αποδεικνύονται ελαττωματικά, γιατί το κόστος απόρριψης τους στον πάτο μίας χωματερής είναι μικρότερο από αυτό της διατήρησης μονάδων ποιοτικού ελέγχου και επαναφοράς των προϊόντων στην αρχή της παραγωγικής γραμμής. Εν ολίγοις, ζούμε το σήμερα και κάνουμε σχέδια για το μέλλον την ίδια στιγμή που ρυπαίνουμε και απομυζούμε τα φυσικά και ενεργειακά αποθέματα του πλανήτη μας σαν να μην υπάρχει αύριο. Τελικά, ο φαύλος κύκλος των αυξημένων ρυθμών παραγωγής, κατανάλωσης και εκμετάλλευσης του περιβάλλοντος δεν στοχεύει σε ουσιαστική ανάπτυξη, άλλα στην διατήρηση μίας νοσούσας οικονομίας λίγο πριν από τα πρόθυρα της κατάρρευσης. Μίας οικονομίας φούσκας που μπορεί να συντηρηθεί μόνο υπό καθεστώς γιγάντωσης της παραγωγής, εξάντλησης των φυσικών και ενεργειακών πόρων και αλλοτρίωσης του ατόμου. Ως πότε όμως η κοινωνία και το περιβάλλον δύνανται να συντηρήσουν τους προτεινόμενους ρυθμούς παραγωγής; Πόσο αλαζονική φαντάζει η βιωσιμότητα μίας συνεχώς μεγεθυνόμενης οικονομίας σε έναν πλανήτη με περιορισμένα φυσικά και ενεργειακά αποθέματα;

Το πλήρες κείμενο διατίθεται μόνο στο δίκτυο του ΕΜΠ λόγω νομικών περιορισμών